- λευκερινεός
- λευκ-ερῑνεός, [dialect] Att. [suff] λευκ-ερίνεως, ἡ,A white fig-tree, Ath.3.76c: also as Adj., of the fruit,
λ. ἰσχάδες Hermipp.68
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λ. ἰσχάδες Hermipp.68
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκερινεός — λευκερινεός, αττ. τ. λευκερίνεως, ἡ (Α) 1. είδος συκιάς που παράγει λευκά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἐρινεός «αγριοσυκιά»] … Dictionary of Greek
λευκερινεός — white fig tree masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκερινεώς — λευκερινεός white fig tree masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek